εγκυκλούμαι

εγκυκλούμαι
ἐγκυκλοῡμαι (-έομαι) (Α)
1. περιστρέφομαι με κυκλοτερή κίνηση
2. βγαίνω στη σκηνή τού θεάτρου με το εκκύκλημα
3. περιβάλλω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγκυκλώ — ἐγκυκλῶ ( όω) (Α) 1. στρέφω παντού, κυκλικά 2. σχηματίζω κύκλο, κάθομαι ολόγυρα 3. περικυκλώνω, περιζώνω 4. μέσ. ἐγκυκλοῡμαι περιηγούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”